- φιλ-άρετος
φιλ-άρετος, der die Tugend liebt, Freund der Tugend, Arist. Nicom. 1, 8,10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-άρετος, der die Tugend liebt, Freund der Tugend, Arist. Nicom. 1, 8,10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισάρετος — μισάρετος, ον (Α) αυτός που μισεί την αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + αρετος(< ἀρετή), πρβλ. εν άρετος, φιλ άρετος] … Dictionary of Greek
φιλάρετος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πλούσιος γεωργός που καταγόταν από την Παφλαγονία. Έζησε τον 8o αι. και διακρίθηκε για τη φιλανθρωπική δράση του. Παντρεύτηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ’ του Πορφυρογέννητου, Μαρία, και… … Dictionary of Greek