- φιλο-ΐστωρ
φιλο-ΐστωρ, ορος, = φιλίστωρ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-ΐστωρ, ορος, = φιλίστωρ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομοΐστωρ — νομοΐστωρ, ορος, ὁ (Α) γνώστης τών νόμων, νομομαθής, νομοδιδάσκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ἵστωρ (πρβλ. φιλο ΐστωρ)] … Dictionary of Greek