- φιλο-μήτωρ
φιλο-μήτωρ, ορος, die Mutter liebend; Plut. Sol. 27; στοργή Ep. ad. 739 (App. 152).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-μήτωρ, ορος, die Mutter liebend; Plut. Sol. 27; στοργή Ep. ad. 739 (App. 152).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισομήτωρ — ἰσομήτωρ, δωρ. τ. ίσομάτωρ, ὁ (Α) ίσος με τη μητέρα, αυτός που επέχει θέση μητέρας («ἰσομάτωρ ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. σιδηρο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
κακομήτωρ — κακομήτωρ, ἡ (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἀμήτωρ) κακή μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
κοινομήτωρ — κοινομήτωρ, ορος, ό, ἡ (Μ) αυτός που έχει την ίδια μητέρα με άλλον, ομομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
πολυμήτωρ — όρος, ἡ, Α η μητέρα πολλών («γαίης πολυμήτορος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek