- φελλίς
φελλίς, ίδος, ἡ, γῆ, steiniges Land oder Erdreich, Poll. 1, 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φελλίς, ίδος, ἡ, γῆ, steiniges Land oder Erdreich, Poll. 1, 227.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φελλίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. γῆ) θηλ. τού φελλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. φελλεύς*, με κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
φελλής — και φελληΐς, ἡ, Α φελλίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. (παρλλ. τής λ. φελλεύς* με κατάλ. ῄς/ ηΐς) τού οποίου την ύπαρξη υποτίθεται από έναν τ. αιτ. πτώσης ενός τοπωνυμίου Φελλεῖδα] … Dictionary of Greek