- φιλο-θεάμων
φιλο-θεάμων, ονος, gern sehend, schaulustig, Freund von Schauspielen; Plat. neben φιλήκοος, Rep. V, 476 b; τῆς ἀληϑείας 475 e; καὶ φιλομαϑής Plut. Pericl. 1, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-θεάμων, ονος, gern sehend, schaulustig, Freund von Schauspielen; Plat. neben φιλήκοος, Rep. V, 476 b; τῆς ἀληϑείας 475 e; καὶ φιλομαϑής Plut. Pericl. 1, oft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμοθεάμων — κοσμοθεάμων, oνος, ὁ (Μ) αυτός που τού αρέσει να βλέπει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θεάμων «θεατής» (πρβλ. φιλο θεάμων)] … Dictionary of Greek
πολυθεάμων — ον, Α αυτός που έχει δει πολλά («ό δὲ ἀρτιτελὴς ὁ τῶν τότε πολυθεάμων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεάμων «θεατής» (< θεῶμαι), πρβλ. φιλο θεάμων] … Dictionary of Greek