φιλο-θόρυβος

φιλο-θόρυβος

φιλο-θόρυβος, Lärm, Aufruhr liebend, Procl. paraphr. Ptol.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυθόρυβος — η, ο, Ν 1. αυτός που προξενεί πολύ θόρυβο («πολυθόρυβη μηχανή») 2. αυτός που έχει πολύ θόρυβο («πολυθόρυβη συνοικία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θόρυβος (πρβλ. φιλο θόρυβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ιωάνν. Βαλέτα] …   Dictionary of Greek

  • Σάουμπερτ, Εδουάρδος — (Schaubert). Γερμανός αρχιτέκτονας του 19ου αι. Το 1828 ήρθε στην Ελλάδα από τη Σιλεσΐα και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Αίγινα, όπου διορίστηκε μηχανικός του Δημόσιου από τον Ιω. Καποδίστρια. Αργότερα, έπειτα από διαφωνία με τον κυβερνήτη, έφυγε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”