- φιλ-ηδής
φιλ-ηδής, ές, das Süße, Angenehme, das Vergnügen liebend, Arist. eth. 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ηδής, ές, das Süße, Angenehme, das Vergnügen liebend, Arist. eth. 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… … Dictionary of Greek
φιληδής — ές, Α φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηδής (< ἧδος [τὸ] «ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ ηδής] … Dictionary of Greek