- φιλημάτιον
φιλημάτιον, τό, dim. von φίλημα, Luc. D. Meretr. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλημάτιον, τό, dim. von φίλημα, Luc. D. Meretr. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλημάτιον — τὸ, Α [φίλημα, ατος] υποκορ. τού φίλημα … Dictionary of Greek
φιληματίου — φιλημάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)