φιλο-δέσποτος

φιλο-δέσποτος

φιλο-δέσποτος, seinen Herrn, Gebieter liebend; Theogn. 847; Eur. Ion 709; ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, die Zwingherren liebende Knechte, Her. 4, 142; Sp., wie Ael. H. A. 6, 62.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινοδέσποτος — κοινοδέσποτος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς κυρίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. α δέσποτος, φιλο δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδέσποτος — ον, Α αυτός που εξουσιάζεται από πολλούς δεσπότες («τὴν πολυδέσποτον τῶν δαιμόνων δουλείαν», Ψ. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. φιλο δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • μισοδέσποτος — μισοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που μισεί τον κύριο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] …   Dictionary of Greek

  • νικοδέσποτος — νικοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”