- φιλομ-μειδής
φιλομ-μειδής, ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλομ-μειδής, ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα … Dictionary of Greek