- φιλο-ξενία
φιλο-ξενία, ἡ, Liebe, Gefälligkeit gegen Gastfreunde oder Fremde, Gastfreundschaft; Plat. Legg. XII, 953 a; Pol. 4, 20, 1 u. öfter; Plut. Thes. 14. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-ξενία, ἡ, Liebe, Gefälligkeit gegen Gastfreunde oder Fremde, Gastfreundschaft; Plat. Legg. XII, 953 a; Pol. 4, 20, 1 u. öfter; Plut. Thes. 14. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυξενία — θρασυξενία, ἡ (Α) το υπερβολικό θάρρος ξένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + ξενία (< ξένος), πρβλ. φιλο ξενία] … Dictionary of Greek
μυρμηκοξενία — η βιολ. περίπτωση συνοίκησης μερικών μυρμηκόφιλων ειδών, κατά την οποία ένα ζώο που αιχμαλωτίζεται από μυρμήγκια γίνεται αντικείμενο τών φροντίδων τους και τρέφεται από τα αβγά τους, ενώ τα μυρμήγκια που τό φιλοξενούν παίρνουν από το ζώο ένα υγρό … Dictionary of Greek
ξένιος — ξένιος, ία, ον, αττ. τ. ξένιος, ον, ιων. τ. ξείνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίλο ή ξένο ή σε φιλία ή φιλοξενία 2. ξένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ξένιος α) προσωνυμία τού Διός, ως προστάτη τών ξένων και τών φίλων και… … Dictionary of Greek