- φιλο-κῡδής
φιλο-κῡδής, ές, Ruhm u. Ehre liebend, Herrlichkeit u. Freude liebend, ἥβη, κῶμος, H. h. Merc. 375. 481.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-κῡδής, ές, Ruhm u. Ehre liebend, Herrlichkeit u. Freude liebend, ἥβη, κῶμος, H. h. Merc. 375. 481.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκυδής — ές, Α αυτός που έχει πολύ κύδος, μεγάλη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυδής (< κῦδος, το «δόξα, φήμη»), πρβλ. μεγα κυδής, φίλο κυδής] … Dictionary of Greek
φερεκυδής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος από τη Σύρο, γιος του Βάβυδα, που αναφέρεται ως δάσκαλος του Πυθαγόρα, και ιδρυτής της σχολής στη Σάμο στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Στο έργο του Πεντέμυχος αναπτύσσει μια μυστικιστική θεογονία, με τρία κύρια… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek