- φιλο-γυμναστικός
φιλο-γυμναστικός, ή, όν, zum φιλογυμναστής gehörig, ihn betreffend, ihm eigen, geziemend; Plat. Rep. V, 456 a ἡ φιλογυμναστική, aber v. l. γυμναστική.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-γυμναστικός, ή, όν, zum φιλογυμναστής gehörig, ihn betreffend, ihm eigen, geziemend; Plat. Rep. V, 456 a ἡ φιλογυμναστική, aber v. l. γυμναστική.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek