- φιλο-κτέανος
φιλο-κτέανος, besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-κτέανος, besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιποκτέανος — λιποκτέανος, ον (Α) αυτός που δεν έχει κτήματα, άπορος, φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κτέανον «κτήμα, περιουσία» (πρβλ. φιλο κτέανος)] … Dictionary of Greek