- φελλό-πους
φελλό-πους, ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φελλό-πους, ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερκόπους — ο ναυτ. σύσπαστο που χρησιμοποιείται για την εκτροπή τής κέρκου προς κατάλληλη διευθέτηση τού επιδρόμου, κν. παλάγκο τής ράντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος με σημ. «μπούμα, κεραία τού ιστού τού επιδρόμου» + πους (< πούς), πρβλ. φελλό πους, χαλκό… … Dictionary of Greek