- φιλο-χρηματιστικός
φιλο-χρηματιστικός, dem φιλοχρηματιστής eigen, gehörig, geziemend, ihn betreffend, adv. φιλοχρηματιστικῶς, Pallad.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-χρηματιστικός, dem φιλοχρηματιστής eigen, gehörig, geziemend, ihn betreffend, adv. φιλοχρηματιστικῶς, Pallad.
http://www.zeno.org/Pape-1880.