φιλο-φιλία

φιλο-φιλία

φιλο-φιλία, , Liebe gegen seine Freunde, Arist. eth. 8, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • συμφιλιώνω — συμφιλιῶ, όω, ΝΜ επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλιῶ / ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… …   Dictionary of Greek

  • Δάμων και Φιντίας — Δυάδα πυθαγορείων που έμεινε ως σύμβολο θαυμαστής και αμοιβαίας φιλίας. Νεότερες παραλλαγές των σχετικών περιστατικών οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για μύθο, ο οποίος πλάστηκε για να δείξει τη φιλία μεταξύ των πυθαγορείων. Κατά την …   Dictionary of Greek

  • Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Πάτροκλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους γιους του Ηρακλή με τη θεσπιάδα Πυρίππη. Τον σκότωσε η μητέρα του με την προτροπή του πατέρα της. 2. Ομηρικός ήρωας, φίλος του Αχιλλέα. Γιος του αργοναύτη Μενοιτίου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”