- προ-απο-τάσσω
προ-απο-τάσσω, att. -ττω, vorher ab- oder wegstellen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-απο-τάσσω, att. -ττω, vorher ab- oder wegstellen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοπρότακτος — θεοπρότακτος, ον (Μ) αυτός που προτάχθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + προ τάσσω] … Dictionary of Greek