- φιλο-τεκνία
φιλο-τεκνία, ἡ, Liebe zu den Kindern; Plut. ed. lib. 20; Hdn. 6, 5,18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-τεκνία, ἡ, Liebe zu den Kindern; Plut. ed. lib. 20; Hdn. 6, 5,18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοτεκνία — η (Α κακοτεκνία) το να έχει κάποιος κακά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τεκνία (< τεκνος < τέκνον), πρβλ. βραδυ τεκνία, φιλο τεκνία] … Dictionary of Greek
καλοτεκνία — καλοτεκνία, ἡ (Μ) γέννηση ωραίων παιδιών, ευτεκνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τεκνία (< τέκνος < τέκνον), πρβλ. πολυ τεκνία, φιλο τεκνία] … Dictionary of Greek