φιλο-τρόφος

φιλο-τρόφος

φιλο-τρόφος, gern nährend, unterhaltend, Orph. H. 1, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακοτροφώ — κακοτροφῶ, έω (Α) 1. (κυρίως για φυτά) (ενεργ. και μέσ. και με την ίδια σημασ.) τρέφομαι κακώς 2. παθ. κακοτροφούμαι, έομαι (για αμπέλι) έχω κακή, πλημμελή περιποίηση, μέ περιποιούνται ατελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τροφῶ (< τροφος <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”