- φιλο-σμάραγος
φιλο-σμάραγος, Lärm, Getöse liebend, Nonn. D. 3, 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-σμάραγος, Lärm, Getöse liebend, Nonn. D. 3, 77.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλοσμάραγος — μεγαλοσμάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σμαραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, βροντώ»), πρβλ. ερι σμάραγος, φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek
πολυσμάραγος — ον, Α (για θάλασσα ή ποταμό) αυτός που παράγει μεγάλο θόρυβο, πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κροτώ»), πρβλ. φιλο σμάραγος] … Dictionary of Greek