- φιλο-στάφυλος
φιλο-στάφυλος, Trauben liebend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-στάφυλος, Trauben liebend, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερεστάφυλος — ον, Α (για τον Διόνυσο) αυτός που έχει ή παράγει σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. φιλο στάφυλος] … Dictionary of Greek