φιλο-στρατιώτης

φιλο-στρατιώτης

φιλο-στρατιώτης, , Soldatenfreund; Xen. An. 7, 6,4; Plut. Philop. 3; D. Cass.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • φυγοπόλεμος — η, ο / φυγοπόλεμος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. φυγοπτόλεμος Α αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός νεοελλ. στρατιώτης που επιδιώκει να μην ενταχθεί σε μάχιμες μονάδες αρχ. (για συμπεριφορά ή στάση) αυτός που φανερώνει φόβο, δειλία για τον πόλεμο… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ζήνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζ. ο Ελεάτης. Βλ. λ. Ζήνων ο Ελεάτης. 2. Ζ. ο Κιτιεύς. Βλ. λ. Ζήνων ο Κιτιεύς. 3. Ζ. ο Σιδώνιος (Σιδώνα Φοινίκης 154 π.Χ. ;). Επικούρειος φιλόσοφος. Διαδέχτηκε τον Απολλόδωρο στη διεύθυνση της… …   Dictionary of Greek

  • Σολζενίτσιν, Αλεξάντρ Ισάεβιτς — Ρώσος συγγραφέας (Κίσλοβοντσκ, Καύκασος 1918). Σπούδασε μαθηματικά και φυσική στο Πανεπιστήμιο του Ροστόβ και παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας με αλληλογραφία. Το 1939 μπαίνει στη σχολή πυροβολικού και μέχρι το 1945 μάχεται ως απλός στρατιώτης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”