- φιλο-ποσία
φιλο-ποσία, ἡ, Trunkliebe; Plat. Phaed. 81 c, v. l. φιλοτησία; Xen. Mem. 1, 2,22. 2, 6,1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-ποσία, ἡ, Trunkliebe; Plat. Phaed. 81 c, v. l. φιλοτησία; Xen. Mem. 1, 2,22. 2, 6,1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκρατοποσία — εὐκρατοποσία, ἡ (Α) το να πίνει κάποιος εύκρατο* οίνο, κρασί αναμιγμένο σε καλή αναλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκρατος + ποσία < ποτος < πίνω (πρβλ. δυσ κατα ποσία, φιλο ποσία)] … Dictionary of Greek