- φιλο-πόνηρος
φιλο-πόνηρος, schlechte Menschen od. Handlungen liebend; Dinarch. bei Poll. 6, 168; Arist. eth. 9, 3; Plut. Alcib. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-πόνηρος, schlechte Menschen od. Handlungen liebend; Dinarch. bei Poll. 6, 168; Arist. eth. 9, 3; Plut. Alcib. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek