- φιλο-πτόλεμος
φιλο-πτόλεμος, poet. statt φιλοπόλεμος, Hom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-πτόλεμος, poet. statt φιλοπόλεμος, Hom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυπτόλεμος — θρασυπτόλεμος, ον (Α) τολμηρός στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ + πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο πτόλεμος, φυγο πτόλεμος] … Dictionary of Greek
φυγοπόλεμος — η, ο / φυγοπόλεμος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. φυγοπτόλεμος Α αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός νεοελλ. στρατιώτης που επιδιώκει να μην ενταχθεί σε μάχιμες μονάδες αρχ. (για συμπεριφορά ή στάση) αυτός που φανερώνει φόβο, δειλία για τον πόλεμο… … Dictionary of Greek