- φιλο-πραγμονία
φιλο-πραγμονία, ἡ, = φιλοπραγμοσύνη, Schol. Eur. Hipp. 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλο-πραγμονία, ἡ, = φιλοπραγμοσύνη, Schol. Eur. Hipp. 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπραγμονία — ἡ, Μ η ερευνητικότητα, η τάση για έρευνα και εξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυπράγμων, ονος + κατάλ. ία (πρβλ. φιλο πραγμονία)] … Dictionary of Greek