- φιλ-αλήθης
φιλ-αλήθης, ες, 1) Wahrheit liebend, Freund der Wahrheit; Arist. eth. 4, 7,8; Luc. Pisc. 20 Hermot. 75 u. a. Sp. – 2) φιλαλήϑεις heißt eine gewisse Classe Philosophen bei Diog. L. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αλήθης, ες, 1) Wahrheit liebend, Freund der Wahrheit; Arist. eth. 4, 7,8; Luc. Pisc. 20 Hermot. 75 u. a. Sp. – 2) φιλαλήϑεις heißt eine gewisse Classe Philosophen bei Diog. L. 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλαλήθης — άληθες, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την αλήθεια,ειλικρινής αρχ. προσωνυμία τού Διός σε νομίσματα τής Λαοδικείας. επίρρ... φιλαλήθως ΝΜΑ με φιλαλήθεια, με ειλικρίνεια («φιλαλήθως καὶ ἀδεκάστως», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀληθής] … Dictionary of Greek