- φιλ-ανθής
φιλ-ανθής, ές, Blumen liebend; Βάκχος Eur. frg. bei Ath. XI, 465 b; μέλισσα M. Arg. 2 (V, 52); στέφανος Rufin. 10 (V, 72).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ανθής, ές, Blumen liebend; Βάκχος Eur. frg. bei Ath. XI, 465 b; μέλισσα M. Arg. 2 (V, 52); στέφανος Rufin. 10 (V, 72).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάλανθος — Όνομα πόλης της αρχαίας Αρκαδίας. Ήταν χτισμένη στα N της Μαντίνειας, στο ομώνυμο βουνό. Το όνομά της είχε και ένας δήμος της Αρκαδίας, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Πιάνα. * * * ον, Α 1. αυτός που είναι φαλακρός πάνω από το μέτωπο, στο βρέγμα 2.… … Dictionary of Greek
κολοβανθής — ές (Α κολοβανθής και κολοβοανθής, ές) αυτός που έχει κολοβά άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, φιλ ανθής] … Dictionary of Greek
λευκανθής — ές (AM λευκανθής, ές) (για φυτό) αυτός που έχει λευκά άνθη αρχ. μτφ. λευκός («χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. μελ ανθής, φιλ ανθής] … Dictionary of Greek
φερανθής — ές, ΜΑ αυτός που έχει άνθη («φερανθέος εἴαρος ὥρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, φιλ ανθής] … Dictionary of Greek
φιλανθής — ές, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τα άνθη, που τού αρέσουν τα λουλούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. χρυσ ανθής] … Dictionary of Greek