προ-απ-αλείφω

προ-απ-αλείφω

προ-απ-αλείφω (s. ἀλείφω), vorher auswischen, Sp., wie D. Cass. 43, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προαναλείφω — Α αλείφω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναλείφω «αλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • προδιαχρίω — Α χρίω, αλείφω κάτι ή κάποιον σε όλη την έκταση προηγουμένως («προδιαχρίω τὰς ῥίνας», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαχρίω «αλείφω, πασσαλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • προεγχρίω — Α αλείφω κάποιον ή κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχρίω «αλείφω, επιχρίω»] …   Dictionary of Greek

  • προχρίω — Α 1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.) 2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρίω «αλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • προϋπαλείφω — Α αλείφω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπαλείφω «αλείφω ελαφρά»] …   Dictionary of Greek

  • προϋποχρίω — Α αλείφω ελαφρά προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποχρίω «αλείφω λίγο»] …   Dictionary of Greek

  • προαναλείφεσθαι — πρό , ἀνά ἀλείφω anoint the skin with oil pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαληλιμμένα — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil perf part mp neut nom/voc/acc pl προαληλιμμένᾱ , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil perf part mp fem nom/voc/acc dual προαληλιμμένᾱ , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil perf part mp fem nom/voc sg (doric a …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… …   Dictionary of Greek

  • προαλειψάμενον — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part mid masc acc sg προαλειψάμενον , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαλείψαντα — πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part act neut nom/voc/acc pl προαλείψαντα , πρό ἀλείφω anoint the skin with oil aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”