- φιλ-εορταστής
φιλ-εορταστής, ὁ, = φιλέορτος, Poll. 1, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-εορταστής, ὁ, = φιλέορτος, Poll. 1, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλεορταστής — ὁ, Α φιλέορτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἑορταστής (< ἑορτάζω)] … Dictionary of Greek