- φιλ-ειδήμων
φιλ-ειδήμων, ονος, wißbegierig, lernlustig, Strab. 1, 1 E. 3, 4,19, τὸ φιλείδημον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ειδήμων, ονος, wißbegierig, lernlustig, Strab. 1, 1 E. 3, 4,19, τὸ φιλείδημον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλειδήμων — είδημον, Α 1. φιλομαθής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλείδημον η αγάπη για μάθηση, φιλομάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εἰδήμων «γνώστης, έμπειρος»] … Dictionary of Greek