φιλ-εχθής, ές, = φίλεχϑρος, Theocr. 5, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανεχθής — ές, Α πάρα πολύ μισητός, μισητότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εχθής (< ἔχθος «μίσος»), πρβλ. φιλ εχθής] … Dictionary of Greek
φιλεχθής — ές, Α φίλεχθρος·. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εχθής (< ἔχθος «μίσος»), πρβλ. εἰδ εχθής] … Dictionary of Greek