- φιλ-εταιρεία
φιλ-εταιρεία, = Folgdm, Xen. Ages. 2, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-εταιρεία, = Folgdm, Xen. Ages. 2, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλεκπαιδευτικός — ή, ό, Ν αυτός που αγαπά την εκπαίδευση, που αποβλέπει στην προαγωγή τής εκπαίδευσης («Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εκπαιδευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής… … Dictionary of Greek
Γκάμπριελ, Πίτερ — (Peter Gabriel, Κόμπχαμ, Σάρεϊ 1950 –). Άγγλος τραγουδιστής της ποπ και μουσικός, συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και μουσικός παραγωγός. Ένας μοναδικός συνδυασμός ταλέντου, ευφυΐας και κοινωνικής ευαισθησίας έχει αναδείξει τον Γ. σε μία από… … Dictionary of Greek