- φιλ-εριστής
φιλ-εριστής, ὁ, = φίλερις, Poll. 6, 168 aus Alexis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-εριστής, ὁ, = φίλερις, Poll. 6, 168 aus Alexis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλεριστής — ὁ, Α (ποιητ. τ.) φίλερις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐριστής «φιλόνεικος, εριστικός» (< ἐρίζω)] … Dictionary of Greek