- φιλ-εριστικός
φιλ-εριστικός, ή, όν, zum φιλεριστής gehörig, ihm eigen, ihn betreffend, Schol. Ar. Pax 788.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-εριστικός, ή, όν, zum φιλεριστής gehörig, ihm eigen, ihn betreffend, Schol. Ar. Pax 788.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερεθιστής — ἐρεθιστής, ὁ (Α) [ερεθίζω] άνθρωπος που ερεθίζει, προκαλεί ταραχή, φαύλος, «αντάρτης», εριστικός («υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής», Φίλ.) … Dictionary of Greek
φίλερις — ι, ΝΑ (λόγιος τ.) εριστικός, φιλόνικος, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔρις «διένεξη, διχόνοια» (πρβλ. δύσ ερις)] … Dictionary of Greek
φιλεριστής — ὁ, Α (ποιητ. τ.) φίλερις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐριστής «φιλόνεικος, εριστικός» (< ἐρίζω)] … Dictionary of Greek