- φιλ-αρχία
φιλ-αρχία, ἡ, Herrschlust, Herrschbegierde; Pol. 6, 49, 3 u. öfter; D. Hal. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-αρχία, ἡ, Herrschlust, Herrschbegierde; Pol. 6, 49, 3 u. öfter; D. Hal. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισαρχία — μισαρχία, ἡ (Α) (για τους Ιουδαίους) μίσος για την εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + αρχία μέσω ενός αμάρτυρου *μίσαρχος (< μισῶ* + αρχος*), πρβλ. φιλ αρχία] … Dictionary of Greek