- φιλό-θᾱκος
φιλό-θᾱκος, das Sitzen liebend, dah. träg, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-θᾱκος, das Sitzen liebend, dah. träg, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek