- φιλό-λαγνος
φιλό-λαγνος, den Beischlaf liebend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-λαγνος, den Beischlaf liebend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) … Dictionary of Greek