- φιλό-βοτρυς
φιλό-βοτρυς, υος, Weintrauben liebend; Plut. Symp. 4, 4,2; Nonn. D. 12, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-βοτρυς, υος, Weintrauben liebend; Plut. Symp. 4, 4,2; Nonn. D. 12, 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερέβοτρυς — υ, ΜΑ (για το σταφύλι) αυτός που έχει τσαμπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + βότρυς (πρβλ. πολύ βοτρυς, φιλό βοτρυς)] … Dictionary of Greek