φιλό-δοξος

φιλό-δοξος

φιλό-δοξος, 1) ehrliebend, ehrsüchtig, ehrbegierig; Plat. Rep. V, 480; Pol. 32, 23, 5 u. Sp., wie Plut. philos. c. princ. 1. – 2) seine eigne Meinung liebend, u. übh. für eine Meinung eingenommen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόδοξος — ἰσόδοξος, ον (Α) (γλωσσ. τού ισοκλεής*) ίσος κατά τη δόξα. επίρρ... ἰσοδόξως (Α) με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • ματαιόδοξος — η, ο 1. αυτός που υπερηφανεύεται για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενόδοξος, ματαιόφρων 2. αυτός που επιζητεί μάταιη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + δοξος (< δόξα), πρβλ. απαισιό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • μισόδοξος — μισόδοξος, ον (ΑΜ) αυτός που μισεί και αποστρέφεται τη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δοξος (< δόξα), πρβλ. φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • ταυτόδοξος — η, ο / ταὐτόδοξος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει την ίδια ακριβώς γνώμη με κάποιον άλλον 2. αυτός που έχει την ίδια δοξασία με άλλον, ομόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • θνητοδοξία — η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται την παντελή θνητότητα τού ανθρώπου, δηλ. την ανυπαρξία ψυχής μετά θάνατον, αλλ. θανατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, φιλο δοξία] …   Dictionary of Greek

  • λιμοδοξώ — λιμοδοξῶ, έω (Α) επιθυμώ υπερβολικά τη δόξα, τη φήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + δοξῶ (< δοξος< δόξα), πρβλ. ματαιο δοξώ, φιλο δοξώ] …   Dictionary of Greek

  • μονοδοξώ — μονοδοξῶ, έω (Α) έχω δόξα μόνος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δοξῶ (< δοξος < δόξα), πρβλ. φιλο δοξώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”