προ-απ-όλλῡμι

προ-απ-όλλῡμι

προ-απ-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), vorher vernichten, u. med. vorher untergehen, sterben; μὴ προαπόλωνται, Thuc. 5, 61, vgl. 6, 77; μὴ ἡ ψυχὴ προαπ ολλύηται, Plat. Phaed. 91 d; πρὶν τὴν πόλιν ὀνῆσαι προαπολόμενος, Rep. VI, 496 d; Antiph. 5, 67; ὀλίγῳ τῶν ἄλλων προαπολοῠνται, Lys. 2, 24; προαπόλωλεν ἐφ' ἃ ἂν ἐκπλέωμεν, Dem. 4, 37; Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προολεῖ — πρό ὄλλυμι destroy fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προολεῖ , πρό ὄλλυμι destroy fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειώλης — λειώλης, ες (Α) επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση τού επιρρ. λείως + ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ ώλης, προ ώλης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • προώλης — ες / προώλης, ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, ῶλες, Α φρ. «εξώλης και προώλης» ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα αρχ. τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • πρόχνυ — Α επίρρ. 1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.) 2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.) 3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”