- προ-απ-όλλῡμι
προ-απ-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), vorher vernichten, u. med. vorher untergehen, sterben; μὴ προαπόλωνται, Thuc. 5, 61, vgl. 6, 77; μὴ ἡ ψυχὴ προαπ ολλύηται, Plat. Phaed. 91 d; πρὶν τὴν πόλιν ὀνῆσαι προαπολόμενος, Rep. VI, 496 d; Antiph. 5, 67; ὀλίγῳ τῶν ἄλλων προαπολοῠνται, Lys. 2, 24; προαπόλωλεν ἐφ' ἃ ἂν ἐκπλέωμεν, Dem. 4, 37; Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.