- φιλό-βακχος
φιλό-βακχος, den Bacchus, den Wein liebend, Philodem. 31 (VII, 222).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-βακχος, den Bacchus, den Wein liebend, Philodem. 31 (VII, 222).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεόβακχος — νεόβακχος, ὁ (Α) 1. αυτός που μόλις πρόσφατα μυήθηκε στη βακχική λατρεία 2. στον πληθ. oἱ νεόβακχοι οι λάτρεις τού θεού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βάκχος (πρβλ. φιλό βακχος)] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek