- φιλό-δωρος
φιλό-δωρος, gern schenkend, freigebig; εὐμενείας Plat. Conv. 197 d; Ggstz von πλεονέκτης, Xen. Mem. 3, 1,6; Dem. 18, 112. – Adv. φιλοδώρως, ἓν αἰτηϑεὶς πολλὰ δίδως Plat. Theaet. 146 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-δωρος, gern schenkend, freigebig; εὐμενείας Plat. Conv. 197 d; Ggstz von πλεονέκτης, Xen. Mem. 3, 1,6; Dem. 18, 112. – Adv. φιλοδώρως, ἓν αἰτηϑεὶς πολλὰ δίδως Plat. Theaet. 146 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζείδωρος — η, ο (Α ζείδωρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνος («ζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.) αρχ. (για τη γη), γόνιμος («ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιό δωρος, φιλό δωρος. Βλ. και ετυμολογία… … Dictionary of Greek
κακόδωρος — κακόδωρος, ον (Α) αυτός που έχει δωρηθεί με κακό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος, φιλό δωρος] … Dictionary of Greek
σοφόδωρος — ον, Α (για τη θεία δύναμη) αυτός που δωρίζει σοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + δωρος (< δῶρον), πρβλ. ἀγλαό δωρος, φιλό δωρος] … Dictionary of Greek
μνησιδωρώ — μνησιδωρῶ, και δωρ. τ. μνασιδωρῶ, έω (Α) προσφέρω δημόσιες ευχαριστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) + δωρῶ (< δωρος < δῶρον), πρβλ. φιλο δωρώ] … Dictionary of Greek