- φιλό-μαστος
φιλό-μαστος, die Mutterbrust liebend, saugend, Aesch. Ag. 140. 701, von Thieren.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-μαστος, die Mutterbrust liebend, saugend, Aesch. Ag. 140. 701, von Thieren.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόμαστος — η, ο (Μ μαγαλόμασθος, ον) αυτός που έχει μεγάλους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μαστός (πρβλ. φιλό μαστος). Ο τ. μεγαλόμασθος (με σθ αντί στ) κατά το φαινόμενο τού υπεραστισμού] … Dictionary of Greek