- φιλό-κλαυτος
φιλό-κλαυτος, gern, gewöhnlich weinend, klagend, Nonn. D. 12, 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-κλαυτος, gern, gewöhnlich weinend, klagend, Nonn. D. 12, 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νυμφόκλαυτος — νυμφόκλαυτος, ον (Α) φρ. «νυμφόκλαυτος Ἐρινύς» νύφη που θρηνεί με σκοπό να εκδικηθεί (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κλαίω (πρβλ. φιλό κλαυτος)] … Dictionary of Greek