- φιλό-κοπρος
φιλό-κοπρος, Mist liebend, verlangend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-κοπρος, Mist liebend, verlangend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκοπρος — ον, Α αυτός που έχει πολύ κόπρο, πολλή ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόπρος, ἡ, «ακαθαρσία, κόπρανα» (πρβλ. φιλό κοπρος)] … Dictionary of Greek