- φιλό-γυνος
φιλό-γυνος, Weiber liebend, Weiberfreund, Lys. bei B. A. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-γυνος, Weiber liebend, Weiberfreund, Lys. bei B. A. 115.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίγυνος — ἡμίγυνος, ον (Α) ἡμιγύναιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γυνος (< γυνή), πρβλ. ανδρό γυνος, φιλό γυνος] … Dictionary of Greek
κατάγυνος — κατάγυνος, ον (Α) ο καταγύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γυνος (< γυνή), πρβλ. μισό γυνος, φιλό γυνος] … Dictionary of Greek
μισόγυνος — μισόγυνος, ον (ΑΜ) μισογύνης (το αρσ. ως κύριο όν.) Μισόγυνος τίτλος θεατρικού έργου τού Ρωμαίου Ατιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + γυνος (< γυνή), πρβλ. φιλό γυνος] … Dictionary of Greek