- φιλό-ψογος
φιλό-ψογος, gern tadelnd, tadelsüchtig; πόλις Eur. El. 904; Phoen. 206; Plat. Prot. 346 c. – Adv. φιλοψόγως, Poll. 3, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-ψογος, gern tadelnd, tadelsüchtig; πόλις Eur. El. 904; Phoen. 206; Plat. Prot. 346 c. – Adv. φιλοψόγως, Poll. 3, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόψογος — κακόψογος, ον (Α) αυτός που ψέγει, με κακία που κατηγορεί με μοχθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψογος (< ψόγος), πρβλ. πολύ ψογος, φιλό ψογος] … Dictionary of Greek