- φιλό-τεχνος
φιλό-τεχνος, kunstliebend, Plat. Rep. V, 476 a; kunstreich, künstlich. – Adv. φιλοτέχνως, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλό-τεχνος, kunstliebend, Plat. Rep. V, 476 a; kunstreich, künstlich. – Adv. φιλοτέχνως, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύτεχνος — εὔτεχνος, ον (ΑΜ) (για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος αρχ. (για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης τής τέχνης. επίρρ... εὐτέχνως (ΑΜ) επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό… … Dictionary of Greek
κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) … Dictionary of Greek